Του δικηγόρου Ταξιάρχη Πίτσια
Πληροφορηθήκαμε από τα ΜΜΕ ότι επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ της περιβόητης «τρόϊκα» και της ελληνικής κυβέρνησης, ύστερα από (υποτιθέμενες) «σκληρές» διαπραγματεύσεις, σχετικά με το καθεστώς των εργασιακών σχέσεων στον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με τα όσα ανακοινώθηκαν διά του Τύπου, τίθεται οριστικά ταφόπλακα στις βασικές εργατικές κατακτήσεις του 20ού αιώνα, με πρόσχημα τη δημοσιονομική εξυγίανση και την (επίσης) υποτιθέμενη «σωτηρία» της χώρας.
Ουσιαστικά καταργούνται η εθνική γενική ΣΣΕ και οι κλαδικές ΣΣΕ (προφανώς και εθνικές ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ) και τον κανόνα σχετικά με τον καθορισμό των όρων εργασίας και αμοιβής των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα θ’ αποτελούν οι επιχειρησιακές συμβάσεις.
Χωρίς να παραγνωρίζεται ότι πλείστες όσες μικρές εγχώριες επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν το φάσμα των χρεών, της αναδουλειάς, των υπερβολικών φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων και του προσωρινού ή οριστικού κλεισίματος, αφού είναι δεδομένο ότι και αυτές αποτελούν θύματα των κανόνων της παγκοσμιοποιημένης «οικονομίας της αγοράς», δεν παύει να ισχύει ο κανόνας ότι τα πλέον αδύναμα εργαζόμενα κοινωνικά στρώματα αποτελούν οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα, ιδίως εκείνοι που δεν διαθέτουν τίποτα άλλο πέρα από την εργασιακή τους δύναμη. Το φάσμα δε της ανεργίας και της ανέχειας εκτεταμένων τμημάτων του πληθυσμού επιδρά αλυσιδωτά πολύ αρνητικά σε ολόκληρο σχεδόν το κοινωνικό σώμα.
Ποιος στα αλήθεια πιστεύει ότι οι αντεργατικές αυτές ρυθμίσεις αφορούν μόνον αδύναμες και προβληματικές επιχειρήσεις; Ο γενικός, ο καθολικός χαρακτήρας της επιδιωκόμενης ρύθμισης, να κατισχύουν δηλ. οι επιχειρησιακές των εθνικών και των κλαδικών ΣΣΕ, παρέχει την ευχέρεια, τη δυνατότητα σε μεγάλες, εύρωστες και κερδοφόρες επιχειρήσεις να εκμεταλλευθούν στο έπακρο το αδύναμο μέρος, τον εργάτη ή τον υπάλληλο, ιδίως αυτόν που έχει οικογενειακές και μεγαλύτερες οικογενειακές υποχρεώσεις. Θ’ αναγκασθεί ο μισθωτός ν’ αποδεχθεί πλείστες όσες εκχωρήσεις (και ωμές εν πολλοίς καταπατήσεις) των δικαιωμάτων του, προκειμένου να έχει ο ίδιος και η οικογένειά του ένα, στην κυριολεξία, «πιάτο φαγητού», ένα «κομμάτι ψωμί», γιατί διαφορετικά τον περιμένει η ανεργία, η ανέχεια, η απόγνωση. Η μαζική μετανάστευση (ύστερα από 45 και πλέον χρόνια) μοιάζει ως κάποια αναγκαστική λύση, αλλά πού να πάει ο άνθρωπος; Ήδη στις πιο ισχυρές οικονομικά χώρες το επίπεδο ανεργίας είναι ήδη σημαντικό. Ωθείται το κοινωνικό σώμα σε «ανθρωποφαγία» για την κατάκτηση και διατήρηση μιας θέσης εργασίας (και αυτής άκρως επισφαλούς) υπό τις απάνθρωπες εργασιακές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικρατούν στο Μπαγκλαντές, την Κίνα και σε άλλες εξαθλιωμένες περιοχές του πλανήτη.
Ήδη, στο τμήμα του λιμανιού του Πειραιά, που ξεπουλήθηκε με αποικιοκρατική σύμβαση στη γνωστή Cosco, η εργοδοσία επιδιώκει να επιβάλει τον εργασιακό μεσαίωνα.
Η, έχουσα -υποτίθεται - «κοινωνικές ευαισθησίες» αρμόδια καθ’ ύλη κ. Υπουργός, «βολεύθηκε» με την θέση της ρήτρας της «επαχθούς ρύθμισης» (την οποία όμως ποιος θα την κρίνει στην περίπτωση που, υπό το διαμορφούμενο μεσαιωνικό περιβάλλον, αποτολμήσει κάποιος εργαζόμενος να προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας ή στα Δικαστήρια, και, κυρίως, με βάση ποιο θεσμικό πλαίσιο και ποιες διατάξεις;), αντί να διαχωρίσει ευθέως, αμέσως και εμπράκτως τη θέση της. Περισσότερα μπορούν να λεχθούν ειδικότερα για το θέμα της ισχύος των επιχειρησιακών ΣΣΕ όταν θα γίνει πλήρως γνωστό το περιεχόμενο του νομοθετήματος που θα έλθει προς ψήφιση.
Τα τελευταία 20 χρόνια γίναμε μάρτυρες, και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, μιας συνεχούς (ευθύγραμμης ή μη) περικοπής και ολίσθησης των εργατικών δικαιωμάτων (στην εργασία, την αμοιβή και στην ασφάλιση). Σε ανάλογη πορεία κινείται δυστυχώς και η κρατούσα νομολογία, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εγχώριο επίπεδο.
Αυτό, όμως, που επιχειρείται φέτος είναι ενταγμένο στη γνωστή θεωρία του «γενικευμένου κοινωνικού σοκ», που πλέον υλοποιείται ωμά και κυνικά, στα πλαίσια του γνωστού μνημονίου (και με πρόσχημα αυτό και όχι μόνον), από πρόθυμες ηγεσίες, που ιστορικά θα κατανεμηθούν και καταταγούν στους ολετήρες - κατεδαφιστές του «κοινωνικού κράτους».
Πέρα από κροκοδείλια δάκρυα περί της δήθεν αναγκαιότητας (τα δάκρυα της συμπαθούς Μάρθας Βούρτση στις παλιές ελληνικές ταινίες ήταν λιγότερα) του μνημονίου, στο οποίο οδηγήθηκε η χώρα χωρίς πολιτική νομιμοποίηση, αλλά και με μη σύμφωνες με το γράμμα και το πνεύμα του συντάγματος διαδικασίες (χωρίς δημοψήφισμα και χωρίς πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου των βουλευτών) και από τα εκβιαστικά διλήμματα, δεν είδαμε κανένα μέλος της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ιδιαιτέρως αυτά με «σοσιαλιστικούς» προσανατολισμούς και εκείνα με παλιές «αριστερές συνδικαλιστικές περγαμηνές» (πέραν των 3 που δήλωσαν «παρών» το Μάϊο) να διαχωρίζει ανοικτά τη θέση του ή να παραιτείται από το όποιο αξίωμά του.
Πέραν, όμως, των πολιτικών-κοινοβουλευτικών προσώπων, εκείνες που θα κριθούν είναι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, ιδίως εκείνες που στήριξαν πολιτικά και συνδικαλιστικά την παρούσα πολιτική ηγεσία. Εάν επιτραπεί να ισχύσει η νέα αυτή ρύθμιση-φέρετρο των εναπομεινάντων εργασιακών δικαιωμάτων, τότε άραγε ποιος λόγος θα υφίσταται για να συνεχίσουν να υπάρχουν οι συνδικαλιστικές αυτές ηγεσίες; Για να υπερασπίσουν πλέον ποιόν και από τί; Ποιος θα είναι πλέον ο ρόλος των ηγεσιών της ΓΣΣΕ, των Ομοσπονδιών και των Εργατικών Κέντρων; Μήπως για να μοιράζουν δελτία κοινωνικού τουρισμού της Εργατικής Εστία (εάν και εφόσον συνεχίσει αυτή να υφίσταται);
Δεν υπάρχει, όμως, πλέον ούτε η πολυτέλεια των χωριστών πορειών. Ο κόσμος της εργασίας κουράσθηκε να βλέπει χωριστικές λογικές και για το λόγο αυτόν απογοητεύτηκε, απομονώθηκε και αποτραβήχθηκε εδώ και χρόνια από τη συμμετοχή στην ενεργό συνδικαλιστική δράση. Η κατάσταση των εργατικών συνδικάτων το αποδεικνύει. Δεν μπορεί πλέον να νομιμοποιεί πρώην συνδικαλιστές (κυρίως των ΔΕΚΟ), ώστε αυτοί να στρογγυλοκάθονται σε βουλευτικά έδρανα ή υπουργικές καρέκλες, ξεχνώντας τα εργατικά δίκαια ή στρεφόμενοι εναντίον τους. Ούτε μπορεί να δικαιολογήσει τη λογική της διάσπασης των εργατικών δυνάμεων, σε τόσο δύσκολες εποχές, στο όνομα της όποιας ιδεολογικής καθαρότητας ή «συνεπούς ταξικής θέσης». Αποτελούν και αυτές οι αντιλήψεις και πρακτικές αιτία για την ευχέρεια αποδόμησης των εργατικών κατακτήσεων εκ μέρους όσων έχουν κάθε συμφέρον να το κάνουν. Εάν οι ηγεσίες της ΓΣΣΕ και του ΠΑΜΕ δεν αρθούν πάνω από τις περιστάσεις, τότε θα έχουν και αυτές τεράστιο μερίδιο ευθύνης για όσα ακόμη θα υποστεί ο κόσμος της εργασίας.
Ανάλογες βεβαίως ευθύνες υπάρχουν και για τις συνδικαλιστικές ηγεσίες των μικρομεσαίων, που επί σειρά ετών είτε συγκατένευσαν είτε δεν αντέδρασαν στον ανάλογο βαθμό για το μαρασμό της μικρής και της μικρομεσαίας επιχείρησης. Το ίδιο ισχύει και για τις συνδικαλιστικές ηγεσίες άλλων κλάδων, που, ενώ δεν αποτελούν «κλειστά επαγγέλματα», απειλούνται με ρυθμίσεις εξοντωτικές (λ.χ. οι δικηγόροι, για να δοθεί ο τομέας των νομικών υπηρεσιών στα επιχειρηματικά χρηματοπιστωτικά μεγαθήρια [διεθνή και εγχώρια], όχι βεβαίως επ’ ωφελεία της ελληνικής κοινωνίας).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου