Εφημερίδα Αυγή Ημερομηνία δημοσίευσης: 02/06/2010
Του Κ. Καλλωνιάτη (Οικονομολόγου)
Σύμφωνα με τις επίσημες προβλέψεις του ΔΝΤ η ελληνική οικονομία μέχρι και το 2015 δεν θα έχει ξεπεράσει τα επίπεδα ΑΕΠ του 2008, ενώ το δημόσιο χρέος της χώρας θα φθάσει το 149% του ΑΕΠ το 2015 (βλ Μ. Δρεττάκη «Δυσοίωνες και προβληματικές οι προβλέψεις του ΔΝΤ», ʽΕλευθεροτυπία ʽ 20-5-10). Πρόκειται ασφαλώς για ένα αισιόδοξο σενάριο, αφού οι υποθέσεις εργασίας του ΔΝΤ βασίζονται σε μία προοπτική ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας και απαρέγκλιτης εκτέλεσης του προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας με την συναίνεση της κοινωνίας. Προοπτική η οποία με βάση τις περισσότερες ενδείξεις θα διαψευστεί και στα δύο σκέλη της.
Στην πραγματικότητα η ελληνική οικονομία πρέπει να λογαριάζει σε μία δεκαετία στασιμότητας ή και ύφεσης αναλόγως του είδους και της ταχύτητας των μεταρρυθμίσεων που θα επιδιωχθούν. Δεδομένου, δε, ότι τα διεθνή επιτόκια δανεισμού αναμένεται να αυξηθούν τα επόμενα χρόνια λόγω του όγκου των δανειακών αναγκών των αναπτυγμένων οικονομιών και της αβεβαιότητας που προκαλεί η υπό εξέλιξη παγκόσμια κρίση του χρέους, ενώ ήδη από φέτος ο λόγος χρέους/ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα φθάσει το 130% του ΑΕΠ, υπολογίζουμε πως τα πρωτογενή δημόσια πλεονάσματα που θα απαιτηθεί να δημιουργηθούν μόνο και μόνο για να ανακοπεί η αύξηση του λόγου χρέους/ΑΕΠ θα είναι πάνω από 20% του ΑΕΠ !!! Και αυτό όταν φέτος ακόμη έχουμε πρωτογενές έλλειμμα περίπου 8% του ΑΕΠ…
Αυτό σε απλά ελληνικά σημαίνει ότι η ελληνική κρίση του χρέους δεν είναι διαχειρίσιμη και ότι τα δάνεια που πήραμε και θα λάβουμε μέχρι τέλους 2011 για να μην κηρύξει παύση πληρωμών η χώρα και να χαλαρώσει η πίεση των διεθνών αγορών απλώς βοηθούν να κερδηθεί χρόνος. Χρόνος, όμως, όχι για την Ελλάδα - η οποία ούτως η άλλως δεν θα μπορέσει στις συνθήκες της διεθνούς κρίσης να αναπτυχθεί οικονομικά και να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις της όπως μαθηματικά αποδεικνύεται – αλλά για τις τράπεζες (ξένες και ελληνικές) που αντιμετωπίζουν υπαρξιακό κίνδυνο.
Συνεπώς, η κυβέρνηση η οποία επαίρεται για την αποφυγή της χρεοκοπίας της οικονομίας λέει την μισή αλήθεια. Αποφύγαμε την άμεση χρεοκοπία και μόνον. Το φάσμα της χρεοκοπίας παραμένει και, δεδομένης της αύξησης του δημοσίου χρέους την προσεχή τουλάχιστον διετία, επιδεινώνεται διαχρονικά η προοπτική και οι επιπτώσεις της. Το μόνο που μπορεί να επικαλεσθεί η κυβέρνηση – αν και αυτά είναι πράγματα που δεν λέγονται – είναι ότι με τον χρόνο που έτσι κερδήθηκε, η στιγμή της αναμέτρησης με το ʽμοιραίοʼ δεν θα μας βρει μόνους. Και αυτό είναι αληθές στο βαθμό που η δημοσιονομική κρίση εξαπλώθηκε ήδη στη Ν. Ευρώπη και με τους ρυθμούς επέκτασής της σε λίγο θα καλύπτει πολλές άλλες αναπτυγμένες οικονομίες μεταβάλλοντας τους όρους της αναδιαπραγμάτευσης των χρεών από εθνικούς σε ευρωπαϊκούς και διεθνείς (βλ ανάλογο δεκαετίας ʼ80 με κρίση χρέους αναπτυσσόμενων οικονομιών).
Γιατί αυτή είναι η μόνη έξοδος από τη κρίση του χρέους σε αστική βάση : η αναδιαπραγμάτευση και η μερική ακύρωση (διαγραφή) του ελληνικού δημοσίου χρέους κατά 50-70%. Κάτι που σήμερα ήδη προτείνει το 1/3 των οικονομολόγων διεθνώς, θεωρώντας την Ελλάδα ατύπως ή έστω δυνητικά χρεοκοπημένη.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν χρειάζεται παράλληλα να εξέλθει η Ελλάδα από την Ευρωζώνη ή όχι ούτως ώστε να μπορέσει να αναπτυχθεί δυναμικά μέσω της νομισματικής υποτίμησης και της κρατικοποίησης των τραπεζών και άλλων τομέων της οικονομίας, όπως προτείνουν σε διάφορες παραλλαγές ορισμένοι εξέχοντες αστοί και αριστεροί οικονομολόγοι (πχ Φελντστάϊν, Κρούγκμαν, Λαπαβίτσας, Καζάκης, κ.α) εμπνεόμενοι σε σημαντικό βαθμό από το παράδειγμα της Αργεντινής. Η οποία έφθασε σε μία αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους της αφού επί σειράν ετών είχε συνδέσει το νόμισμά της (πέσο) σταθερά με το δολάριο (με αναλογία 1:1 τη περίοδο 1993-2001) για να το υποτιμήσει το 2002 κατά 67% (βλ νέα ισοτιμία 3.06:1) όταν συγχρόνως έκανε παύση πληρωμών υποχρεώνοντας τα ¾ των πιστωτών της να δεχθούν νέες εκδόσεις ομολόγων σε αντικατάσταση των παλιών και στο ισοδύναμο του 1/3 της αρχικής αξίας αυτών (βλ διαγραφή κατά 70% των 2/3 του χρέους της χώρας).
Το ζήτημα, ωστόσο, είναι πως, παρά τις ομοιότητες που υπάρχουν όσον αφορά την αδυναμία άσκησης ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής λόγω της ένταξης στο ευρώ, η Ελλάδα δεν είναι Αργεντινή. Οι βασικότερες διαφορές που, κατά τη γνώμη μου, απομακρύνουν τη προοπτική της εξόδου από το ευρώ, είναι οι εξής :
1. Η ιστορία των υποτιμήσεων της δραχμής (με εξαίρεση αυτή του 1953 και προσωρινά αυτή του 1986-87 οι οποίες συνοδεύτηκαν με πολιτικές λιτότητας) δεν κρίνεται επιτυχής. Πληθωρισμός και μείωση πραγματικών εισοδημάτων ήταν ο κανόνας, η ουσιαστική ώθηση των εξαγωγών ήταν η εξαίρεση. Βασική αιτία της αποτυχίας η μικρή εξαγωγική βάση της οικονομίας και η τάση των μισθών να ακολουθούν τις αυξήσεις των τιμών.
2. Όταν η Αργεντινή υποτιμούσε το πέσο ανοιγόταν μπροστά της μία δεκαετία διεθνούς οικονομικής ανάπτυξης και επέκτασης των εξαγωγικών της αγορών. Εάν η Ελλάδα εξέλθει από το ευρώ και υποτιμήσει αυτομάτως τη δραχμή θα το πράξει σε συνθήκες διεθνούς οικονομικής κρίσης πρωτοφανών διαστάσεων και κλιμακούμενου προστατευτισμού (βλ νομισματικές υποτιμήσεις και δασμολογικά μέτρα) που θα κρατήσει τουλάχιστον μία δεκαετία.
3. Η παραγωγική και εξαγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας είναι συγκριτικά μικρή, ποιοτικά περιορισμένη και μη επαρκώς διαφοροποιημένη για να προσδοκά κανείς σοβαρά οφέλη από μία υποτίμηση. Αντίθετα, η Αργεντινή με τον μεγάλο φυσικό πλούτο, την περισσότερο αναπτυγμένη βιομηχανική της βάση και τη σημαντική διαφοροποίηση των εξαγωγών της (σε Ν. Αμερική, Ασία και Ευρώπη) ήταν σε θέση να αξιοποιήσει αναπτυξιακά την υποτίμηση του νομίσματος. Σήμερα οι δύο παραγωγικοί τομείς της οικονομίας (γεωργία και βιομηχανία) αντιπροσωπεύουν μόλις το 24% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, έναντι 38% αντίστοιχα στην Αργεντινή.
4. Ενδεικτικά αναφέρω τα εξής συγκριτικά στοιχεία για να έχουμε μία αίσθηση των αναλογιών. Το δημόσιο χρέος της Αργεντινής όταν χρεοκόπησε το 2001 ανερχόταν σε 62% του ΑΕΠ, το ελληνικό φέτος ανέρχεται σε 130% ! Το συνολικό εξωτερικό χρέος της Ελλάδας σήμερα φθάνει τα 553 δις δολ, όταν το αντίστοιχο της Αργεντινής ήταν μόλις 155 δις το 2003. Το δημόσιο έλλειμμα της Αργεντινής ήταν 6,4% του ΑΕΠ το 2001 , ενώ της Ελλάδας ανήλθε το 2009 σε 13,7%. Και οι δύο χώρες απώλεσαν 20% της ανταγωνιστικότητάς τους όσο ήταν η μία συνδεδεμένη σταθερά με δολάριο και η άλλη ενταγμένη στο ευρώ. Όμως, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της Αργεντινής ήταν μόλις 1,7% του ΑΕΠ το 2001, ενώ της Ελλάδας ανέρχεται σε 11% (2009).
5. Η επανεισαγωγή της δραχμής ως τεχνική διαδικασία απαιτεί χρόνο, κάποιους μήνες σύμφωνα με εκτιμήσεις. Στο μεταξύ, η χώρα θα υποστεί όμως σημαντική εκροή κεφαλαίων καθώς ξένοι και έλληνες θα εγκαταλείπουν κάθε κινητό ελληνικό περιουσιακό στοιχείο, ενώ οι μισθοί δικαιολογημένα θα διεκδικήσουν τη συμπόρευσή τους με τις αυξημένες τιμές οδηγώντας σε βαθιά κρίση (συνδυασμός ύφεσης και πληθωρισμού) την οικονομία. Δεν θα είχαμε μόνον τη χρεοκοπία του κράτους αλλά και αναρίθμητων επιχειρήσεων με ταυτόχρονο στέγνωμα ή και φυγή των ξένων άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα, ιδιαίτερα σε περίπτωση κύματος κρατικοποιήσεων. Συνέπεια όλων αυτών θα ήταν η κατάρρευση της οικονομίας και η εκτίναξη της ανεργίας. Θυμίζουμε πως η πληθωριστική σπείρα αυξήσεων τιμών-μισθών και η λύτρωση από αυτήν ήταν ο βασικός λόγος που τα ευρωπαϊκά έθνη επιδίωξαν να μπουν στον ευρωπαϊκό νομισματικό μηχανισμό (κλείδωμα ισοτιμίας) και αργότερα στο ευρώ.
6. Η νέα δραχμή πρέπει να μπορεί να κυκλοφορεί και να είναι αποδεκτή ως μέσον πληρωμών. Και στο μεν εσωτερικό της χώρας αυτό είναι κάτι που με διάφορα μέσα μπορεί να επιβληθεί διοικητικά και βίαια από την κυβέρνηση, όμως στο εξωτερικό πρέπει να είναι μετατρέψιμη και αποδεκτή για να κυκλοφορεί σε κάποια ισοτιμία. Το ζήτημα είναι ότι κανείς δεν θα θέλει τη νέα δραχμή γιατί όλοι θα γνωρίζουν πως η επανεισαγωγή της γίνεται για να μπορεί η Ελλάδα να την υποτιμήσει. Επιπλέον, η χώρα έχει περιορισμένα συναλλαγματικά διαθέσιμα (3,4 δις) και ο χρυσός της είναι κατατεθειμένος στην έδρα της ΕΚΤ στην Φρανκφούρτη. Εάν δεν τηρήσει τις συμφωνίες και εξέλθει από το ευρώ εκούσια ενώ συγχρόνως διαγράψει μονομερώς το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της, είναι πολύ πιθανόν να υποστεί σοβαρά χρηματοδοτικά, συναλλαγματικά και εμπορικά αντίποινα διαρκείας. Η νέα δραχμή θα αποτελεί ..persona non grata.
7. Γιατί αντίθετα απʼ ότι πιστεύουν όσοι διαβεβαιώνουν πως μετά από 2-3 χρόνια παύει ο ʽαποκλεισμόςʼ και η ʽτιμωρίαʼ της χρεοκοπημένης χώρας από τις διεθνείς αγορές (η Αργεντινή 9 χρόνια μετά τη χρεοκοπία και την ακύρωση του χρέους της δεν έχει καταφέρει ακόμη να προσφύγει σε εξωτερικό δανεισμό), η ελληνική περίπτωση δεν αφορά μία απλή κρατική χρεοκοπία. Εάν καταρρεύσει η Ελλάδα θα πρόκειται για τη μεγαλύτερη κρατική χρεοκοπία στην ιστορία. Η Ελλάδα έχει το διπλάσιο του χρέους που είχαν η Ρωσία και η Αργεντινή μαζί όταν χρεοκόπησαν το 1998 και το 2001 αντίστοιχα και είναι σχεδόν βέβαιο πως στις σημερινές συνθήκες της κρίσης θα λειτουργήσει ως θρυαλλίδα για την εκτίναξη μίας αλυσίδας χρεοκοπιών τραπεζών και άλλων δημοσιονομικά ευάλωτων οικονομιών της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Είναι δηλαδή πιθανόν η ελληνική χρεοκοπία και έξοδος από το ευρώ να αποδειχθεί ικανή να διαλύσει την ίδια την Ευρωζώνη και να ανατρέψει τις παγκόσμιες οικονομικές ανισορροπίες. Αυτός είναι ο λόγος που ενώ χαρακτηρίσθηκε ως υποψήφια Lehman Brothers της Ευρώπης, τελικά της συμπεριφέρθηκαν σαν να ήταν η Bear Sterns της Ευρώπης (βλ δημιουργία μηχανισμού διάσωσης και μεταστροφή πολιτικής Γερμανίας και ΕΚΤ). Αυτός είναι επίσης ο λόγος που σε περίπτωση ελληνικής εξόδου θα αντιμετωπίσουμε την μήνι της ΕΕ και των αγορών και θα γίνουμε παράδειγμα προς αποφυγή…
8. Υπάρχουν τρεις τουλάχιστον τομείς της ελληνικής οικονομίας που θα αντιδράσουν ή θα υποφέρουν ισχυρότατα σε ένα σενάριο χρεοκοπίας-εξόδου από το ευρώ και κρατικοποιήσεων. Ο τουρισμός θα είναι το πιο εύκολο θύμα σε περίπτωση εξόδου γιατί ενώ θεωρητικά θα ωφεληθεί από την υποτίμηση, από την άλλη θα αποτελέσει τον υπʼ αριθμόν ένα στόχο των αντιποίνων (βλ μαζικές τουριστικές οδηγίες ʽμακριά από Ελλάδαʼ). Η ναυτιλία ως το πλέον κοσμοπολίτικο/διεθνοποιημένο τμήμα του ελληνικού κεφαλαίου θα είναι η πρώτη που θα αντιδράσει αρνητικά στον εγχώριο κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία. Τέλος, ο ενεργειακός τομέας της χώρας ο οποίος παραμένει έντονα εξαρτημένος από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων θα πλήξει με τις ανατιμήσεις που αναπόφευκτα θα προκαλέσει η δραχμική υποτίμηση όλο το παραγωγικό κύκλωμα της χώρας προκαλώντας ισχυρότατο πληθωριστικό κύμα και αυξάνοντας το κόστος λειτουργίας των ελληνικών επιχειρήσεων. Η ενεργειακή εξάρτηση είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας της διεύρυνσης του εμπορικού ελλείμματος της χώρας παρά τις κατά καιρούς υποτιμήσεις της δραχμής.
9. Όπως σωστά έχει εξηγήσει ο καθηγητής Γ. Μηλιός, στο βαθμό που οι υψηλές εισοδηματικές τάξεις έχουν ήδη εξάγει σε μεγάλο βαθμό τις αποταμιεύσεις τους στο εξωτερικό, η υποτίμηση της δραχμής θα μειώσει την αγοραστική δύναμη της εργασίας προσφέροντας συγχρόνως στο πιάτο τα φθηνά πλέον περιουσιακά στοιχεία που θα μπορεί να αγοράσει αργότερα το κεφάλαιο επαναπατριζόμενο με προνομιακούς όρους. Η σχέση εργασίας-κεφαλαίου θα αλλοιωθεί σοβαρά υπέρ του δεύτερου.
10. Με το ευρώ να έχει ήδη χάσει 19% της αξίας του έναντι του δολαρίου και 16% έναντι της τουρκικής λίρας, οι ελληνικές εξαγωγές έχουν ήδη κερδίσει σημαντικούς πόντους έναντι τρίτων χωρών. Σε μικρότερο βαθμό έχουν κερδίσει έδαφος και έναντι των ευρωπαίων ανταγωνιστών μας καθώς η εσωτερική υποτίμηση (βλ μείωση μισθών) έχει ήδη διανύσει μία σημαντική απόσταση. Αυτό, δε, που θα περίμενε κανείς να κάνει μία ανεξάρτητη ελληνική κεντρική τράπεζα (αύξηση δηλαδή προσφοράς χρήματος για την πληθωριστική διευκόλυνση της ανάπτυξης) το εφαρμόζει ήδη η ΕΚΤ αποδεχόμενη πλέον κάθε κρατικό ομόλογο χώρας-μέλους χωρίς περιορισμούς. Όσο ασκεί επεκτατική νομισματική πολιτική η ΕΚΤ, κίνδυνος χρεοκοπίας της Ελλάδας δεν υπάρχει. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι βελτιώνεται έτσι η δημοσιονομική θέση της χώρας. Το πρόβλημα του χρέους παραμένει και αυξάνει περαιτέρω, ενώ η ΕΚΤ δεν μπορεί να τυπώνει χρήμα στο διηνεκές. Όμως, ασκεί την πολιτική που θα ζητούσε κανείς από την ελληνική κεντρική τράπεζα εάν η χώρα εγκατέλειπε το ευρώ. Στις συνθήκες αυτές, το αναπτυξιακό όφελος της Ελλάδας θα ήταν σημαντικά μεγαλύτερο εάν προσανατόλιζε τις εξαγωγές της ολοένα και περισσότερο προς τρίτες εκτός ΟΝΕ χώρες και κυρίως προς τις αναπτυσσόμενες (Τουρκία, Κίνα, Ινδία, Ρωσία, Βραζιλία). Εάν δεν το κάνει, είναι επειδή στερείται εξαγωγικής και αναπτυξιακής πολιτικής.
Από τα παραπάνω τεκμηριώνεται νομίζω το αρνητικό ισοζύγιο (οφέλους/ζημίας) που θα έχει η Ελλάδα σε περίπτωση εξόδου από το ευρώ. Χωρίς την επιθυμία πρόκλησης φόβου, η κρίση και ο κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας θα είναι συγκριτικά πολύ μεγαλύτερος.
Από την άλλη, όσοι προτείνουν την ʽηρωϊκή έξοδοʼ από το ευρώ, την συνδέουν με κρατικοποιήσεις μεγάλου μέρους της οικονομίας και με την προηγούμενη αλλαγή του χαρακτήρα του κράτους (ο λαός στην εξουσία) χωρίς, ωστόσο, να θέτουν ζήτημα σοσιαλιστικής αλλαγής και ενώ παραδέχονται πως δεν υπάρχουν οι υποκειμενικοί όροι γιʼ αυτό. Εδώ διαπιστώνουμε μία αντίφαση : να αναλαμβάνουν οι αυτοδιαχειριζόμενοι εργαζόμενοι την εξουσία αλλά να διατηρούν τις αστικές σχέσεις παραγωγής και ιδιοκτησίας. Πως είναι δυνατόν η απουσία ώριμου πολιτικά υποκείμενου να επιτρέπει την ανάδειξη μιας λαϊκής εξουσίας, αλλά να απαγορεύει συγχρόνως στη νέα εξουσία (κράτος) να προχωρήσει στην σοσιαλιστική αλλαγή της κοινωνίας ;
Την απάντηση νομίζω δίνει η ίδια η ιστορία. Οι προσπάθειες οργάνωσης του σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα – όσο μεγάλη και εάν είναι αυτή – οπουδήποτε επιχειρήθηκαν, κατέληξαν σε αποτυχία. Ο σοσιαλισμός προορίζεται να πετύχει μόνον ως μία εναλλακτική θεώρηση και ανώτερη μορφή οργάνωσης και λειτουργίας σε σχέση με την υφιστάμενη καπιταλιστική κοινωνία. Όμως, ο καπιταλισμός έχει αναπτύξει σε τέτοιο βαθμό τις παραγωγικές δυνάμεις που εκτός από τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας έχει δημιουργήσει περιφερειακές συσπειρώσεις που θέτουν σε αμφισβήτηση τον ρόλο του εθνικού κράτους. Υπό αυτή την έννοια οποιαδήποτε απόπειρα επίλυσης της ελληνικής οικονομικής κρίσης σε εθνική και μάλιστα αστική βάση πρέπει να ειδωθεί ως ανοιχτή οπισθοδρόμηση για τα ιδεώδη του σοσιαλισμού.
Οι σοσιαλιστικές διεθνείς οραματίζονταν πάντα και όχι τυχαία τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης. Τώρα που ο καπιταλισμός έκανε τη μισή δουλειά της ενοποίησης εμείς θα κοιτάξουμε να επιστρέψουμε στο εθνικό νόμισμα και τις εθνικές βιομηχανικές πολιτικές αστικής ανάπτυξης ή θα διεθνοποιήσουμε την ελληνική κρίση αναζητώντας συμμαχίες και συνεργασίες με τις όμορες και με κοινά δημοσιονομικά προβλήματα χώρες της Ν. Ευρώπης σε μία προσπάθεια εξεύρεσης ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών λύσεων στα εθνικά αστικά αδιέξοδα ; Αυτό είναι το μέγα πολιτικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί απʼ όσους προτείνουν έξοδο από την Ευρωζώνη με νομισματικές υποτιμήσεις και πολιτικές υποκατάστασης εισαγωγών. Είμαστε ακόμη στο δεύτρερο μισό του 20ου αιώνα ή γυρνάμε σελίδα και σκεφτόμαστε ευρωπαϊκά και διεθνιστικά στοχεύοντας σε μία σοσιαλιστική Ευρώπη;
Σάββατο 12 Ιουνίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου